αφορολόγητος

αφορολόγητος
-η, -ο (Α ἀφορολόγητος, -ον)
αυτός που δεν φορολογείται
νεοελλ.
όποιος δεν εξαναγκάστηκε να δώσει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αφορολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε φορολογήθηκε: Φέτος το εισόδημά μου ήταν μικρό και έμεινε αφορολόγητο. 2. αυτός που δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει φόρο, ατελής: Ορισμένα είδη εισάγονται στη χώρα μας αφορολόγητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφορολόγητον — ἀφορολόγητος not subjected to tribute masc/fem acc sg ἀφορολόγητος not subjected to tribute neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφορολογήτους — ἀφορολόγητος not subjected to tribute masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφορολόγητα — ἀφορολόγητος not subjected to tribute neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφορος — η, ο (AM ἄφορος, ον) ο δίχως καρπούς ή βλάστηση αρχ. 1. άγονη, στείρα 2. αυτός που προξενεί ακαρπία 3. αφορολόγητος 4. αφόρητος, ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)] …   Dictionary of Greek

  • αΐδασμος — ἀίδασμος, ον (Α) 1. ο υποκείμενος σε διαρκή δασμό («ἐκδίδομεν τὴν γῆν ἀίδασμον» επιγραφή) 2. (και αντίθ.) αδασμολόγητος, αφορολόγητος …   Dictionary of Greek

  • αδασμολόγητος — η, ο [δασμολογώ] αυτός που δεν δασμολογήθηκε ή δεν υπόκειται σε δασμούς, ο αφορολόγητος, ο ατελώνιστος …   Dictionary of Greek

  • αδεκάτευτος — ἀδεκάτευτος, ον (Α) [δεκατεύω] αυτός που δεν υπόκειται στον φόρο τής δεκάτης*, ο αφορολόγητος …   Dictionary of Greek

  • ασύδοτος — η, ο 1. αφορολόγητος 2. αυτός που λέει και κάνει ό,τι θέλει 3. απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *α σύν δοτος «εκείνος που δεν εισφέρει»] …   Dictionary of Greek

  • ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”